- κυκεῶνας
- κυκεώνpotionmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυκεώνας — ο (AM κυκεών, ῶνος, Α δωρ. τ. κυκάν, ᾱνος) σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα («κυκεῶνα ταῑς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῑξαι», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. ποτό που παρασκευαζόταν συνήθως με ανάμιξη οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού,… … Dictionary of Greek
κυκεώνας — ο συνονθύλευμα, ανακατωσούρα, λαβύρινθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυκάν — κυκάν, ᾱνος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κυκεώνας … Dictionary of Greek
πολυοδία — ἡ, ΜΑ 1. μακρύς δρόμος, μακρινή οδοιπορία 2. ύπαρξη πολλών δρόμων, λαβύρινθος («ταῖς πολυοδίαις τοῡ βίου τούτου ἐναμηχανοῦντες», Γρηγ. Νύσσ.) 3. (για εσφαλμένα επιχειρήματα) κυκεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὁδός + κατάλ. ία (πρβλ. παρ οδ ία)] … Dictionary of Greek
συμφυρμός — ο, ΝΜΑ [συμφύρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμφύρω, άτακτη ανάμιξη διαφόρων πραγμάτων, ανακάτωμα, κυκεώνας νεοελλ. γλωσσ. το φαινόμενο κατά το οποίο δύο λέξεις σημασιολογικά συγγενείς αναμιγνύονται και δημιουργούν μια νέα λέξη, όπως λ.χ. η … Dictionary of Greek
συρφετολογία — ἡ, ΝΑ κυκεώνας επιχειρημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρφετός + λογία*] … Dictionary of Greek